FOMO: Η Λαχτάρα Να Είμαστε Παντού – Ταυτόχρονα!
Ζώντας σε ρυθμούς fast forward, ξεχνάμε ότι ΔΕΝ χρειάζεται -ούτε γίνεται- να τα προλάβουμε όλα.
Αν υπάρχει ένα συναίσθημα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη εμπειρία του να είσαι άνθρωπος με internet, κοινωνική ζωή και λογαριασμό στα κοινωνικά δίκτυα, αυτό είναι το FOMO — το περιβόητο Fear Of Missing Out. Η ανάγκη να είμαστε παντού, να ζούμε τα πάντα, να μη χάνουμε τίποτα. Μια παλιά ανησυχία με καινούριο όνομα, που μέσα στην ψηφιακή καθημερινότητα και την μέτα-covid κληρονομιά, έχει γιγαντωθεί και τρυπώσει στην κάθε μέρα μας.
Η επιθυμία για πληρότητα δεν είναι καινούργια. Από πάντα θέλαμε να “τα ζήσουμε όλα”: κάθε εμπειρία, συναυλία και έξοδο, κάθε προβολή και θεατρική παράσταση, κάθε αθλητικό event και εικαστική έκθεση, κάθε ευκαιρία για κάτι “μοναδικό”. Αλλά τώρα, δεν είναι μόνο αυτά που επιλέγουμε να κάνουμε· είναι και όλα όσα βλέπουμε ότι κάνουν οι άλλοι. Κι εκεί ξεκινάει το άγχος: όσο περισσότερο βλέπεις, τόσο περισσότερο νιώθεις ότι μένεις εκτός. Ειδικά το καλοκαίρι, όταν ο χρόνος (θεωρητικά) απλώνεται, οι εκδηλώσεις πυκνώνουν και ο κόσμος τρέχει από ταράτσα σε κάμπινγκ κι από secret rave σε art bazaar, το FOMO μοιάζει να χτυπάει κόκκινο.
Και δεν είναι μόνο το budget που πιέζει. Είναι και η αίσθηση ότι πρέπει να χωρέσουμε τα πάντα. Να είμαστε σε εννιά μέρη ταυτόχρονα, να μη χάσουμε τη “στιγμή”, να μη μείνουμε πίσω. Και κάπου εκεί, ξεχνάμε κάτι απλό αλλά κρίσιμο: πως δεν γίνεται να τα ζήσουμε όλα. Ούτε σωματικά, ούτε χρονικά, ούτε συναισθηματικά. Όσο κι αν προσπαθήσουμε, κάτι πάντα θα “χάνουμε” — κι αυτό δεν είναι ήττα, είναι η ίδια η φύση της πραγματικότητας.
Τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε; Πρώτα απ’ όλα, ένα βήμα πίσω — ή καλύτερα, ένα βήμα πιο συνειδητό. Ποιοτικότερο και πιο επιλεγμένο scroll. Όχι πλήρης αποχή, αλλά λιγότερος “θόρυβος”: λιγότεροι μηχανικοί βομβαρδισμοί από reels και stories γεμάτα φώτα, κόσμο και “επικές βραδιές” που δεν μας αφορούν πραγματικά. Μια μικρή μείωση στο screen time, με περιεχόμενο που έχει αξία, αισθητική και ήθος, μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά στην ψυχολογία μας.
Αξίζει επίσης να επαναξιολογήσουμε το ποιοι λογαριασμοί γεμίζουν το feed μας. Είτε πρόκειται για brands, είτε για οργανισμούς, είτε για προσωπικούς λογαριασμούς, η επιλογή τους με σύνεση μπορεί να λειτουργήσει σαν φίλτρο ποιότητας. Το θέμα δεν είναι να βλέπουμε λιγότερα, αλλά να επιλέγουμε καλύτερα. Κι όταν έρχεται η στιγμή της απόφασης για το πού θα πάμε, τι θα κάνουμε, με ποιους θα είμαστε, μια μικρή ερώτηση μπορεί να φέρει καθαρότητα: “Το θέλω ή απλώς φοβάμαι μη μείνω εκτός;”
Δεν είναι κακό να θες να ζήσεις. Ίσα-ίσα. Η ζωή είναι στιγμές, και καλά κάνουμε που τις κυνηγάμε. Αλλά όταν το “να προλάβω” γίνεται πιο αγχωτικό απ’ το ίδιο το event, τότε χάνουμε τον πυρήνα: τη χαρά. Μερικές φορές, η μεγαλύτερη πολυτέλεια δεν είναι να είσαι κάπου, αλλά να μην είσαι πουθενά. Να μείνεις σπίτι γιατί δεν έχεις όρεξη. Να ακυρώσεις ένα plan γιατί προέκυψε μια ανάγκη. Να επιλέξεις εσύ το πού και το πώς, αντί να νιώθεις παθητικός θεατής μιας ατέλειωτης λίστας από happenings.
Κάθε επιλογή που κάνουμε έχει και κάτι που αφήνουμε πίσω — και αυτό είναι εντάξει. Κάθε όχι που λέμε, ανοίγει χώρο για ένα πιο ειλικρινές ναι. Κάθε στιγμή που “χάνουμε”, μπορεί να είναι η απαραίτητη παύση πριν το επόμενο που όντως θέλουμε. Ας προσπαθήσουμε να μην κάνουμε απολογισμό με βάση όσα “έχασαν τα μάτια μας”: τις συναυλίες, τις παραστάσεις, τις προβολές, τις βραδιές που έγιναν χωρίς εμάς. Αλλά σε στιγμές που ήμασταν εκεί, με διάθεση, με συναίσθηση — είτε σε ένα κατάμεστο στάδιο, είτε ξαπλωμένοι στον καναπέ κοιτώντας το ταβάνι, χωρίς ενοχές. Να μη φοβόμαστε για αυτά που πρόκειται να χάσουμε. Να χαιρόμαστε ουσιαστικά αυτά που ζούμε.